κοντακιά

κοντακιά
η удар прикладом;

δίνω κοντακιές — бить прикладом


Νέα ελληνική-Ρωσικά λεξικό. . 1980.

Игры ⚽ Поможем решить контрольную работу

Смотреть что такое "κοντακιά" в других словарях:

  • κοντακιά — η [κοντάκι] χτύπημα με το κοντάκι τού όπλου …   Dictionary of Greek

  • κοντακιά — η χτύπημα με το κοντάκι …   Νέο ερμηνευτικό λεξικό της νεοελληνικής γλώσσας (Новый толковании словарь современного греческого)

  • Кондак — (κονδάκια, κοντακια) собственно пергаментный лист или свиток, исписанный с обеих сторон. Впоследствии словом К. стали обозначать особую группу церковных песнопений, особенность которых состоит в том, что в чинопоследованиях в честь того или иного …   Энциклопедический словарь Ф.А. Брокгауза и И.А. Ефрона

  • μηνολόγιο — Λειτουργικό βιβλίο της Βυζαντινής Εκκλησίας παράλληλο με το Μαρτυρολόγιο της Δυτικής. Περιέχει σύντομους βίους αγίων, σύμφωνα με την εορτολογική τους σειρά (1η Σεπτεμβρίου 31η Αυγούστου) και χρησιμοποιείται κυρίως στα μοναστήρια. To M. ονομάζεται …   Dictionary of Greek

  • πέδιλο — Είδος ελαφρού υποδήματος που καλύπει το πέλμα και ελάχιστα το υπόλοιπο μέρος του ποδιού, είδος σανδάλου. Π. ονομάζεται και ένας μεταλλικός ή ξύλινος μοχλός με τον οποίο μπαίνει σε κίνηση με το πόδι, με τη βοήθεια ενός διωστήρα ή ενός στρόφαλου,… …   Dictionary of Greek


Поделиться ссылкой на выделенное

Прямая ссылка:
Нажмите правой клавишей мыши и выберите «Копировать ссылку»